ἐνδιαίτημα — dwelling place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδιαίτημα — το (Α ἐνδιαίτημα) κατοικία, τόπος διαμονής νεοελλ. «τα ενδιαιτήματα» τα διαμερίσματα τού πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους … Dictionary of Greek
ἐνδιαιτημάτων — ἐνδιαίτημα dwelling place neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαιτήμασι — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαιτήμασιν — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαιτήματα — ἐνδιαίτημα dwelling place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαιτήματι — ἐνδιαίτημα dwelling place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαιτήματος — ἐνδιαίτημα dwelling place neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
побывалище — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (καταγώγιον) постоялый двор, гостиница; жилище; (ἐνδιαίτημα) … Словарь церковнославянского языка
пребывание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἐνδιαίτημα) место пребывания жилище, гостиница) … Словарь церковнославянского языка